ωρολόγι(ον)

ωρολόγι(ον)
τό
1) часы;

ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;

επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;

ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;

ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;

ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;

πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;

τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);

τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;

2) расписание;

ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;

3) церк, часослов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ωρολόγι(ον)" в других словарях:

  • -λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογάς — ο, Ν [ωρολόγι(ο)] ρολογάς …   Dictionary of Greek

  • ωρολόγιο — I (Αστρον.). Αστερισμός ο οποίος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από δυσδιάκριτους αστέρες και μεσουρανεί το βράδυ προς το τέλος Δεκεμβρίου, λίγες μοίρες κάτω από τον ορίζοντα της Αθήνας, γι’ αυτό και είναι αόρατος από την ελληνική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»